- ἀρβυλόπτερος
- ἀρβῠλόπτερος, ον,A with winged shoes, Lyc.839.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρβυλόπτερος — with winged shoes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρβυλόπτερον — ἀρβυλόπτερος with winged shoes masc/fem acc sg ἀρβυλόπτερος with winged shoes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek